απονύχτερος

απονύχτερος
η , ο
1) гуляющий допоздна, поздно возвращающийся домой; 2) совершаемый глубокой ночью, ночной;

απονύχτερο τραγούδι — ночная песня


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απονύχτερος" в других словарях:

  • απονύχτερος — η, ο αυτός που τον έπιασε η νύχτα μακριά από το σπίτι του: Είχαν ανησυχήσει το βράδυ στο σπίτι, γιατί πρώτη φορά έμενε απονύχτερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απονύχτερος — η, ο 1. αυτός που περνά τη νύχτα έξω από το σπίτι, ξενύχτης 2. αυτός που γίνεται αργά τη νύχτα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»